Γιώργος Πολυχρονίδης! Από ηθοποιός… συγγραφέας

Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Γιώργου Πολυχρονίδη «Κόκκινο φεγγάρι πάνω απ’ το ποτάμι», ένα βιβλίο που οι αναγνώστες του το εκτίμησαν και η καλή του φήμη αρχίζει να κυκλοφορεί δημιουργώντας πωλήσεις. Η υπόθεση του βιβλίου με λίγα λόγια: Ο Δημήτρης, ο τελευταίος γιος μιας επταμελούς φτωχής οικογένειας, που ζει στα σύνορα, σ’ […]

Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Γιώργου Πολυχρονίδη «Κόκκινο φεγγάρι πάνω απ’ το ποτάμι», ένα βιβλίο που οι αναγνώστες του το εκτίμησαν και η καλή του φήμη αρχίζει να κυκλοφορεί δημιουργώντας πωλήσεις.

Η υπόθεση του βιβλίου με λίγα λόγια: Ο Δημήτρης, ο τελευταίος γιος μιας επταμελούς φτωχής οικογένειας, που ζει στα σύνορα, σ’ ένα χωριό δίπλα στον ποταμό Έβρο, γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έχει βάλει ένα στόχο στη ζωή του: Να ξεπεράσει τη μοίρα του και να γίνει πλούσιος. Η Αθήνα μπορεί να είναι η ευκαιρία, οπότε κατεβαίνει στην πρωτεύουσα για σπουδές και να βρει δουλειά. Προσπαθεί, ελπίζει, δεν παραιτείται, αλλά σύντομα θα ανακαλύψει πως δεν είναι καθόλου εύκολο. Βάζει στην τρύπια βαλίτσα του στιγμές που έζησε, λίγες ρομαντικές και αρκετές απόρριψης και επιστρέφει στο χωριό του, για λίγο. Κι αυτό το λίγο γίνεται πολύ, διότι εκεί τον περιμένει η ανέλπιστη ευκαιρία. Ο ντροπαλός, φιλόδοξος 18χρονος τότε Δημητράκης θα γίνει ο πάμπλουτος κύριος Δημήτρης από τη μια μέρα στην άλλη. Τότε, θα έρθει στη ζωή του κι ο έρωτας, στο πρόσωπο της Ανέτας, ανορθόδοξος αλλά καταλυτικός.

-Επιμέλεια κειμένου και φωτογραφιών Αλέξανδρος Καρατζάς

Πώς προέκυψε το πρώτο μυθιστόρημά σου;

Το πώς προκύπτουν κάποια πράγματα δεν μπορώ ούτε να το εξηγήσω ούτε να το καταλάβω. Η ζωή μου, που πολλοί φίλοι και γνωστοί ζηλεύουν, είναι κάπως μυθιστορηματική. Όταν τελείωσα τις σπουδές μου στις τεχνικές σχολές και πήγα Δραματική άρχισα να διαβάζω. Θέατρο κατά πρώτο λόγο αλλά και μυθιστορήματα και λιγότερο κείμενα αρχαίων. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε ο Ηρόδοτος, σε κάποια σημεία ήταν σαν να άκουγα τη μάνα μου να αφηγείται, ήταν καλή η μάνα μου σ’ αυτό. Κάποια στιγμή άρχισα κι εγώ να αφηγούμαι ιστορίες ή περιγράφοντας δικές μου περιπέτειες  ή όπως θα ήθελα να ήταν οι δικές μου περιπέτειες και μου έκανε εντύπωση που με ρωτούσαν «Μετά; Μετά;» ακόμα κι όταν είχα ξεφύγει από τα πραγματικά γεγονότα. Άρχισα να σκαλίζω σημειώσεις μου από την ηλικία των είκοσι μέχρι τα τριάντα και χρειάστηκε να περάσουν άλλα είκοσι χρόνια μέχρι να βάλω κάποιες σκέψεις σε μια σειρά. Τότε, διαπίστωσα ότι δεν είναι ανάγκη να γράφεις πραγματικά γεγονότα.

Αλήθεια είναι αυτό που εσύ αποφασίζεις να είναι αλήθεια, είναι η δικιά σου αλήθεια κι αυτό είναι ένα στοιχείο επιτυχίας.

Ας απαντήσω επιτέλους και στο ερώτημα. Προέκυψε από την ανάγκη μου να επικοινωνήσω, από την ανάγκη μου να κάνω κάτι -δε θα πω να δημιουργήσω – από την ανάγκη μου να κάνω ένα ταξίδι σ’ έναν κόσμο με πολλά μονοπάτια και να περπατήσω σε δρόμους φανταστικούς και πραγματικούς, προέκυψε γιατί ήθελα να το κάνω και στρώθηκα κι έγραψα.

Πόσο χρόνο σου πήρε να το γράψεις;

Τρία  με τριάμισι  χρόνια. Αυτός όμως δεν είναι ο πραγματικός χρόνος γιατί συστηματικά έγραψα τρεις – τέσσερις μήνες στις καλοκαιρινές μου διακοπές, αλλά μου πήρε τρία χρόνια γιατί τον υπόλοιπο καιρό ασχολιόμουν  κάνα μισάωρο τα πρωινά. Τελικά, έγραφα όταν είχα διάθεση και  μυαλό καθαρό  και ξεκούραστο. Πολλές ώρες όμως τη μέρα σκέφτομαι τη συνέχεια της ιστορίας ή κάτι που σημείωσα και πρέπει να το αλλάξω, με αποτέλεσμα να είμαι αυτό που λένε «αλλού γι’ αλλού» και να εκνευρίζομαι όταν με επαναφέρουν στην πραγματικότητα κι αναρωτιούνται οι άλλοι «Τι έπαθε αυτός; Μύγα τον τσίμπησε;»

Από τον Επίλογό σου καταλαβαίνουμε πως κάποιοι από τους χαρακτήρες του βιβλίου είναι υπαρκτά πρόσωπα και συντοπίτες σου;

Όταν γράφεις π.χ. για ένα παιδί, αυτό το παιδί έχει κάτι από σένα, κάτι από φίλους σου, κάτι από ανθρώπους που γνωρίζεις κι απ’ αυτά που έχεις διαβάσει, έχεις ακούσει, έχεις ζήσει. Εγώ πάντως, αφού έχω την κεντρική ιδέα για τον χαρακτήρα  του ήρωα, μετά τον στολίζω με κάποιες πτυχές είτε από συντοπίτες μου είτε από άλλους ανθρώπους που γνώρισα. Κάποιοι ήρωες είναι τελείως φανταστικοί αλλά δεν είμαι σίγουρος ούτε θυμάμαι από πού θα μπορούσα να έχω επηρεαστεί. Πάντως όταν γράφω έχω κάποιον στο μυαλό μου κι επειδή τον έχω εγώ ζωντανό μπροστά μου συνήθως πέφτω στην παγίδα να μην τον περιγράφω κιόλας, παρ’ ότι οι άλλοι δεν τον ξέρουν. Αυτό θα το δουλέψω.

Τι ήθελες να «πεις» με αυτό το βιβλίο σου;

Όταν ξεκίνησα να το γράφω δε νομίζω να ήταν στο μυαλό μου να πω «κάτι» με την έννοια της ερώτησής σας, π.χ. να έχει το γραφτό μου κάποιο μήνυμα, κάποιο ηθικό δίδαγμα.

Όχι, ξεκίνησα να πω μια ιστορία, κάτι βγαλμένο μέσα απ’ τη ζωή κι ό,τι ήταν να ειπωθεί να το πουν οι ήρωές μου  ή να το δείξουν μέσα από τη ζωή τους. Ίσως να ήθελα να πω ότι ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την ευτυχία και να κάνει αγώνα γι’ αυτό αλλά να μην ακολουθεί σκόλιους δρόμους με αποτέλεσμα να προσπαθεί μάταια, σαν άλλος Τάνταλος, να ξεδιψάσει παίρνοντας νερό μ’ ένα δριμόνι (κόσκινο για δημητριακά).

Ηθοποιός, σκηνογράφος, έμπορος, συγγραφέας. Τα πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα σημαίνουν άνθρωπο ταλαντούχο που επιμένει να επιβιώσει σε κάθε δυσκολία;

Δε νομίζω να είναι θέμα επιβίωσης. Είμαι γενικά σαν χαρακτήρας πολυτεχνίτης κι ευτυχώς όχι ερημοσπίτης. Το «και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι» είναι κάτι που με χαρακτηρίζει. Όλα θέλω να τα κάνω, όλα, αλλά αυτό δε γίνεται. Ακόμα και το εμπόριο, το βασικό  επάγγελμα που κάνω τώρα κι έχω σκυλοβαρεθεί, όταν το ξεκίνησα δεν ήταν μόνο για βιοποριστικούς λόγους. Μου άρεσε η επαφή με τον πελάτη, όταν πήγαινα να του πουλήσω κάτι, ήταν κι αυτό ένα ταξίδι κι ένα παιχνίδι επιτυχίας – αποτυχίας.

Ποιο επάγγελμα θα ήθελες να γίνει στο μέλλον το βασικό σου; Γιατί;

Υπάρχουν ακόμα πολλά επαγγέλματα που θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω. Αρχαιολόγος ας πούμε, κτηνίατρος, ταξιδευτής , σαν τον Ηρόδοτο παραδείγματος χάριν, να ταξιδεύω και να γράφω για τον κόσμο που γνωρίζω. Αυτά και άλλα πολλά, αλλά όταν μεγαλώσω. Μόνο αεροπόρος δε θέλω να γίνω, δε μ’ αρέσει η ταχύτητα και φοβάμαι τα ύψη.

Βασικό επάγγελμα;

Νομίζω ότι έχω ήδη απαντήσει. Κανένα. Θέλω να κάνω πολλά και διάφορα. Αν τώρα κάποια είναι και βιοποριστικά τόσο το καλύτερο.

Ποιες από τις κριτικές για το βιβλίο σου ξεχωρίζεις; 

Μου άρεσε και με εξέπληξε η κριτική από την παρουσίαση « Ματιά –Βιβλία που διαβάσαμε» του Νεκτάριου Παπασπύρου και βέβαια το κομμάτι που έλεγε «είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει. Το ότι το διάβασα απνευστί  πιστεύω ότι εννοείται από τα προαναφερόμενα…. Κλείνοντας αυτό το κείμενο, οφείλω να τονίσω δυο πράγματα. Πρώτον να τονίσω με έντονα, κεφαλαία γράμματα τη λέξη ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ στη φράση «πρέπει να το διαβάσετε οπωσδήποτε». Δεύτερον, να δώσω τα θερμά μου συγχαρητήρια στο Γιώργο Πολυχρονίδη, μαζί με τις ευχαριστίες μου για το υπέροχο ταξίδι. Κύριε Πολυχρονίδη, το πνευματικό σας αυτό «παιδί» είναι ένα πολύτιμο κόσμημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και κάθε βιβλιοθήκης που θα το φιλοξενεί στα ράφια της».

Βεβαίως πολύ συγκινητικές είναι και οι κριτικές αναγνωστών που επικοινωνούν μαζί μου στο facebook για να μου πουν ότι διάβασαν το βιβλίο μου χωρίς να μπορούν να τ’ αφήσουν απ’ τα χέρια τους μέχρι να τελειώσει, όπως αυτή μιας φίλης αναγνώστριας: Συγχαρητήρια, κύριε Πολυχρονίδη! Είναι ένα βιβλίο καλογραμμένο, ευχάριστο, που εμένα προσωπικά  με ταξίδεψε στην εποχή και στα γεγονότα εκείνης της εποχής και με προβλημάτισε επίσης! Ζούσα κάθε στιγμή και δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου! Θα περιμένουμε με αγωνία το επόμενο!

Άλλη φίλη: Το αγάπησα τόσο πολύ  αυτό το βιβλίο, που θα το ξαναδιάβαζα χίλιες φορές. Είναι πλέον  από τα αγαπημένα μου βιβλία.

Και ένας φίλος: Διάβασα το βιβλίο σου και ένα έχω να πω. Συγχαρητήρια!!! Πρώτη φορά ξεκίνησα βιβλίο και το τελείωσα την ίδια μέρα!!

Και  να μην ξεχάσω να αναφέρω την φράση της εκδότριάς μου όταν το πρωτοδιάβασε «Είναι πολύ διαβαστερό». Πραγματικά μου έδωσε νέα ώθηση.

Ο ήρωας του βιβλίου σου είναι ένα φτωχό παιδί που ονειρεύεται να γίνει πλούσιο και, αναπάντεχα, τα καταφέρνει. Ήθελες να περιγράψεις ένα “ success story” ή να τονώσεις την ελπίδα πως κι αυτό μπορεί να συμβεί;

Όλοι οι άνθρωποι έχουν και κάνουν όνειρα. Κάποιοι τυχεροί πιστεύουν ότι τα πραγματοποίησαν. Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα κατάφερε κι ο ήρωάς μου, αλλά όλοι αυτοί που τα «καταφέρνουν» καλό είναι να μην έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και να είναι ευτυχισμένοι με το “success story” τους. Εγώ ήθελα να περιγράψω ότι τέτοιου είδους επιτυχίες δε φέρνουν απαραίτητα και την ευτυχία και χωρίς αυτό να είναι πεσιμιστικό, που τελευταία  μια πεσιμιστική τάση με φλερτάρει, πιστεύω ότι στο κυνήγι της ευτυχίας  μένουμε στο κυνήγημα κι όχι στο αγκάλιασμα. Success story καταφέρνουν μόνο οι πολιτικοί!

Τον αγαπάς τον ήρωά σου; Ποιο από τα πρόσωπα του βιβλίου σου αγαπάς περισσότερο;

Όλους τους ήρωές μου τους αγαπώ, όλοι είναι κάποιο κομμάτι μου, ακόμα και τους παλιοχαρακτήρες, κάτι που το έχω και στη ζωή μου. Θέλω να πιστεύω ότι αγαπώ όλους τους ανθρώπους όσο γίνεται, μπορεί κάποιες στιγμές να θες να πνίξεις κάποιους, αλλά σε γενικές γραμμές τους αγαπώ, πόσο μάλλον τους ήρωές μου, που μαζί κλάψαμε, πονέσαμε, κάναμε έρωτα, πληγώσαμε , αγαπήσαμε, γεννηθήκαμε και πεθάναμε. Λιγότερο απ’ όλους αγαπώ το Δημήτρη, το βασικό ήρωά μου, αυτόν τον λυπάμαι. Πάρα πολύ αγάπησα τη Νατάσα και τον Κωνσταντή και πολύ παιδεύτηκα όταν κάνανε τον κύκλο τους κι έπρεπε να φύγουν.

Πώς υποδέχονται τα media, το αναγνωστικό κοινό έναν νέο συγγραφέα;

Τα media  δεν είδα να τον υποδέχονται. Δυο άνθρωποι μου πήραν συνέντευξη, η δημοσιογράφος Τζούλη Αγοράκη στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» κι ο Αλέξανδρος Πετρίδης στο κανάλι ΑΙΓΑΙΟ. Ακόμα ένα δίωρο πέρασμα στο ιντερνετικό κανάλι «Γυμνοί στο διαδίκτυο» του συναδέλφου μου απ’ τα παλιά Ηλία Κακλαμάνη και μια παρουσίαση στις νέες κυκλοφορίες στο περιοδικό Magazine. Αυτά ήταν όλα. Ελπίζω να γράψουν ή να με φωνάξουν κι αλλού.

Ευτυχώς  που υπάρχει το Facebook κι έτσι προέκυψε κάποιο αναγνωστικό κοινό, το οποίο πραγματικά με αγκάλιασε, με αγάπησε και το αγάπησα και τους ευχαριστώ όλους μαζί και έναν- έναν ξεχωριστά. Αυτοί που πραγματικά με συγκίνησαν  είναι οι πατριώτες μου στην άκρη και την αρχή της Ελλάδας τον  Έβρο, τη Βύσσα και την Ορεστιάδα. Εκεί το ευχαριστώ είναι πολύ λίγο.

 Ένα άλλο κομμάτι αναγνωστών με καταγωγή από την ίδια περιοχή, που πραγματικά αγκάλιασε το βιβλίο, είναι οι «Γερμανοί» στη Στουτγάρδη και το Ρόιτλιγκεν και στις Βρυξέλλες, που έφτασε η χάρη του κι είναι κάτι που ξεπερνάει τα όρια του συγκινητικού όταν σκέφτεσαι ότι σε διαβάζει στα ελληνικά η τρίτη γενιά μεταναστών. Δυστυχώς όμως κάποια παιδιά, όχι πολλά είναι η αλήθεια, μου είπαν ότι μόνο γερμανικά μπορούν να διαβάσουν. Τι να κάνουμε, θα έχουμε και ελληνικής καταγωγής Γερμανούς που δε θα μιλάνε ελληνικά.

Συνεχίζεις να γράφεις; Μυθιστόρημα;

Δεν ξέρω πώς λειτουργούν οι συνάδελφοι (τι να κάνω; αφού  μου παίρνουν συνέντευξη ως συγγραφέα, θα πω τους συγγραφείς συναδέλφους) εγώ πάντως όταν έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα, πρώτον δεν ήξερα  αν θα το τελείωνα, δεύτερο ότι θα τελείωνα και θα ήταν «διαβαστερό» και κάποιοι άνθρωποι θα το αγκάλιαζαν και θα μου έλεγαν «περιμένουμε το επόμενο». Σιγά ρε παιδιά! Τι είναι τα γραφτά, κόπιες; Γιατί εγώ πολύ παιδεύομαι. Πάντως το προσπαθώ και ναι έχω ήδη ξεκινήσει ένα καινούριο. Ελπίζω κάτι να κάνω, πάντα στα δικά μου χρονικά περιθώρια, που είναι γύρω στα τρία χρόνια. Αν είμαστε καλά βέβαια και «μετριόμαστε» που έλεγε η γιαγιά μου. Άρα 17 τώρα, 18 δυο, το 19 θα τα ξαναπούμε.  

Ποιος είναι ο Γιώργος Πολυχρονίδης

Ο Γιώργος Πολυχρονίδης γεννήθηκε στη Νέα Βύσσα Έβρου στις 27 Μαρτίου του 1956. Πήγε τρία χρόνια στο εξατάξιο γυμνάσιο Ορεστιάδας και μετά ήρθε στην Αθήνα όπου έβγαλε την τεχνική σχολή Ηράκλειτος. Πριν πάει φαντάρος, γνώρισε τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, οπότε αντί να πάει στον στρατό, με παρότρυνσή του, πήρε αναβολή και ξαναπήγε σχολείο, στις σχολές Δοξιάδη. Eκεί, δεν έμαθε να διακοσμεί εσωτερικούς χώρους ούτε να ζωγραφίζει, γνώρισε όμως τη γυναίκα του, τη Μύριαμ. 

Στη συνέχεια φοίτησε στη Δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών εκπληρώνοντας το πρώτο του όνειρο που ήταν να γίνει ηθοποιός. Έπαιξε δυο χρονιές στο θέατρο Έρευνας του Δημ. Ποταμίτη αλλά κι από κει έφυγε και προτίμησε το εμπορικό, μουσικό θέατρο. Τη δεκαετία 1980-’90 πήρε μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες εκπληρώνοντας το δεύτερο μεγάλο του όνειρο να βγει στο σινεμά. Την ίδια εποχή συμμετείχε σε κάποιες τηλεοπτικές σειρές.

Στο θέατρο εργάστηκε και ως βοηθός σκηνοθέτη, σκηνοθέτης, βοηθός σκηνογράφου, σκηνογράφος.

Δεν του δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστεί με κάποιο θέατρο πρόζας κι έτσι σιγά-σιγά λίγο το βαρέθηκε ο ίδιος πολύ τον βαρέθηκε εκείνο, παράτησε το εμπορικό θέατρο και μπήκε στο εμπόριο, όπου και έμεινε. 

Παραμένει παντρεμένος με την κοπέλα που γνώρισε στη σχολή Δοξιάδη κι έχουν δυο παιδιά.

Το βιβλίο “Ο Κώστας, εγώ κι ο Ταχτσής”, το πρώτο του συγγραφικό εγχείρημα είναι ντοκουμέντο, με αυτοβιογραφικά στοιχεία και ελάχιστη μυθοπλασία.