Τα αξέχαστα σπίτια του ελληνικού κινηματογράφου: Από την οικία Κοκοβίκου, μέχρι τη βίλα Λεβίδη με τα 70 δωμάτια
Η «οικία Κοκοβίκου» γλίτωσε το σφυρί του ΤΑΙΠΕΔ λόγω εξωφρενικής τιμής, η βίλα Λεβίδη στην Παλλήνη βανδαλίστηκε από κυνηγούς θησαυρών και έγινε τόπος λατρείας σατανιστών, η μονοκατοικία της «Παριζιάνας» χρησιμοποιείται ως φροντιστήριοΟ Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού, δύο ζωντανοί μύθοι του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου από τη δεκαετία του ’60 ήταν οι πρωταγωνιστές της σπουδαίας αισθηματικής κωμωδίας «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε σε ένα σπίτι στην οδό Τριπόδων 32 στην Πλάκα. Ενα τριώροφο παλιό κτίριο, σήμερα ερειπωμένο, που κάποτε αποτέλεσε τη μήτρα της νεότερης Αθήνας και σήμερα εξακολουθεί να διατηρεί το χρώμα της παλιάς πόλης.
Η προσιτή ψυχαγωγία
Αλλωστε αυτή είναι η προσφορά του ελληνικού κινηματογράφου εκείνων των δεκαετιών, από τον Πόλεμο και μέχρι η τηλεόραση να τον εξοβελίσει. Ηταν η πιο φθηνή, προσιτή μορφή μαζικής ψυχαγωγίας, που καθήλωνε τους θεατές απέναντι από το άσπρο πανί. Στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου γυρίστηκαν εκατοντάδες ταινίες, δραματικές, κωμωδίες, μιούζικαλ, αστυνομικές, περιπέτειες, πολεμικές, κάποιες πραγματικά αριστουργήματα αλλά και πρόχειρες παραγωγές. Και τις παρακολούθησαν εκατομμύρια θεατές.
Μεταξύ 1959-1967 γυρίστηκαν 704 ταινίες. Κατά την περίοδο 1959-1963, κόπηκαν 8.292.955 εισιτήρια, ενώ τη σεζόν 1963-1964 σημειώθηκε το ανεπανάληπτο ρεκόρ των 12.471.089 εισιτηρίων.
Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με τα πρότυπα που προβάλλονται μέσα από αυτές τις ταινίες: το καλό που συγκρούεται με το κακό και σχεδόν πάντα κερδίζει, ο φτωχός πλην τίμιος βιοπαλαιστής, ο αλαζόνας και υπερεγωιστής πλούσιος, ο καταφερτζής, ο συνωμότης, ο ήρωας, ο μικροαπατεώνας και το απαραίτητο χάπι εντ μέσω του γάμου (μία στις τρεις ταινίες κλείνει με φόντο τα σκαλιά της εκκλησίας) και ο κατάλογος των ηθών και των χαρακτήρων είναι ατέλειωτος. Μπορεί οι κοινωνικές αποστάσεις τεχνητά να μίκραιναν ή και να εξαφανίζονταν στις ταινίες, αλλά δεν έπαυαν να περιγράφουν ιστορίες από τη ζωή.
Και όλοι συμφωνούν ότι μέσα από αυτές βλέπουμε το παρελθόν μας. Την Αθήνα και τις γειτονιές της πριν από 60 και 70 χρόνια. Τους δρόμους και τα σπίτια της. Πώς ήταν τότε και πώς είναι σήμερα. Και κάποια από αυτά όπως η «οικία Κοκοβίκου» καθώς και άλλα που έχουμε δει σε ταινίες έχουν γίνει πια τοπόσημα μιας εποχής και συνώνυμα του τότε κοινωνικού γίγνεσθαι. Ανάμεσά τους, η διάσημη βίλα Λεβίδη στην Παλλήνη, όπως και κάποιες χαρακτηριστικές μονοκατοικίες στην Κηφισιά, στη Φιλοθέη και σε άλλες περιοχές.
Γι’ αυτό και σήμερα οι ταινίες αυτές παρακολουθούνται μετά μανίας και από νέους ανθρώπους. Σε όσους έχουν απορία, την απάντηση έχει δώσει εδώ και πολλά χρόνια ο ποιητής: «Νιώθουν απέραντη νοσταλγία για όλα αυτά που δεν έχουν ζήσει».
Σπίτι του 1800
Η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού για την αποκατάσταση της «οικίας Κοκοβίκου», σήμερα εντελώς εγκαταλελειμμένης, ώστε να μετατραπεί σε χώρο προβολής ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου, μόνο ικανοποίηση προσφέρει στους λάτρεις του κινηματογράφου και της αρχιτεκτονικής παράδοσης. Από το 1995 έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Οπως επισημαίνει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, «μαζί με την οικία Κωλέττη επί της Πολυγνώτου, το Σπίτι του Ελύτη, το κτίριο επί της Διοσκούρων 7, το οποίο προορίζεται να φιλοξενήσει το Μουσείο Καρόλου Κουν, την οικία Κωστή Παλαμά επί της Περιάνδρου δημιουργούμε ένα πυρήνα κτιριακών υποδομών για πολιτιστικές χρήσεις, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές εκφάνσεις και εποχές της ιστορίας των Αθηνών».
Το σπίτι κατασκευάστηκε γύρω στο 1800. Πρώτος ένοικός του ήταν ο καδής Χατζή Χαλίλ (ή Χατζή Χαλίλ Εφέντης). Ζούσε σε αυτό όταν ξέσπασε η Επανάσταση στην Αθήνα στις 25 Απριλίου 1821. Τότε η Υψηλή Πύλη τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί αρνήθηκε να εκδώσει διαταγή για σφαγές κατά των ορθοδόξων, Ελλήνων και μη, στην επικράτεια που ήλεγχε. Το πλήρωσε με τη ζωή του. Με εντολή του Σουλτάνου θανατώθηκε κατόπιν απάνθρωπων βασανιστηρίων και σχεδόν παράλυτος στο Αφιόν Καραχισάρ. Το σπίτι αργότερα άλλαξε πολλούς ενοίκους, ενώ κάποια περίοδο στέγασε και ιδιωτικό σχολείο.
Απαλλοτριώθηκε το 1979 για αρχαιολογικούς σκοπούς. Αρχές του 2000 ξεκίνησαν ανασκαφές στην αυλή και στο εσωτερικό του, που αποκάλυψαν ευρήματα από την Κλασική και τη Βυζαντινή Εποχή. Τον Σεπτέμβριο του 2014 βγήκε σε πλειστηριασμό από το ΤΑΙΠΕΔ, με τιμή εκκίνησης 900.000 ευρώ – πολύ υψηλή για τα 411,37 τ.μ. του οικοπέδου και τα 266 τ.μ. του κτίσματος. Μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η είδηση της εκποίησης, ουδείς προσήλθε.
Οι θρύλοι της βίλας Λεβίδη
Στη βίλα Λεβίδη ή «πύργο με τα 70 δωμάτια» έχουν γυριστεί πολλές ταινίες. Πρόκειται για ένα επιβλητικό οίκημα στον ομώνυμο λόφο της Παλλήνης. Γνώρισε μεγάλες πιένες στη χρυσή εποχή της Φίνος Φιλμ. Στα σκαλιά της νομίζεις ότι από κάπου θα εμφανιστεί ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ αναζητώντας απεγνωσμένα την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Η αρχόντισσα και ο αλήτης».
Σήμερα είναι σε πλήρη μαρασμό, καθώς μόνο ο σκελετός της παραμένει. Τη βίλα Λεβίδη συνοδεύουν αστικοί μύθοι και θεωρίες συνωμοσίας. Χτίστηκε το 1935, με πεντελικό μάρμαρο παντού, σε ένα αχανές κτήμα 80 στρεμμάτων, από τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Σακελλάριο.
Εμβληματικό της στοιχείο, ο πύργος που βρίσκεται πριν από την είσοδό της. Θεωρείται από τα αρχιτεκτονικά κοσμήματα της εποχής. Το 1955 ο βασιλιάς Παύλος μεταβίβασε το ακίνητο στον αυλάρχη των ανακτόρων του Τατοΐου, Δημήτρη Λεβίδη. Εκείνος εγκαταστάθηκε εκεί μαζί με την οικογένειά του έως το 1963, οπότε και πέθανε. Τότε η χήρα του Τούλα Μπότση, πρώην σταρ Ελλάς, λόγω οικονομικής πίεσης, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ομορφιά της βίλας και έτσι τη μίσθωνε σε εταιρείες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών.
«Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» (1967), «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), «Το λεβεντόπαιδο» (1969), «Ομορφες μέρες» (1970), «Ο μάγκας με το τρίκυκλο» (1972), «Δικτάτωρ καλεί Θανάση» (1973), «Οι εραστές του ονείρου» (1974), «Ο τρομοκράτης» (1975), «Πονηρό θηλυκό, κατεργάρα γυναίκα» (1980) είναι κάποιες από τις ταινίες όπου η βίλα Λεβίδη δεσπόζει.
Χρησιμοποιήθηκε ως στούντιο και κατά τη δεκαετία του ’80, όπως «Το παίζω και πολύ άντρας» (1983), «Λαλάκης ο εισαγόμενος» (1984), «Ψηλός, λιγνός και ψεύταρος» (1985), «Ενας πιλότος για πέταμα» (1987) και πολλές ακόμα.
Μετά τον θάνατο της Τούλας Μπότση το 1990, ο γιος της πούλησε τη βίλα σε Ελληνες επιχειρηματίες, των οποίων η ταυτότητα παρέμεινε άγνωστη. Λίγη ώρα όμως πριν από την υπογραφή των συμβολαίων της μεταβίβασης, η βίλα καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά.
Η καμένη βίλα υπέστη μοιραία βανδαλισμούς. Κατά καιρούς πήγαιναν διάφοροι που πιστεύοντας ότι θα βρουν κρυμμένους θησαυρούς έσκαβαν τοίχους και πατώματα, ενώ ξήλωναν μέχρι και καλώδια για να τα πουλήσουν. Το 2007 η βίλα πέρασε στα χέρια Κύπριων επιχειρηματιών, αλλά η περιοχή χαρακτηρίστηκε δασική και οι νέοι ιδιοκτήτες δεν μπόρεσαν να την αξιοποιήσουν.
Δεκαετίες αργότερα αναπτύχθηκε άλλη θεωρία. Η απόλυτη εγκατάλειψη της βίλας έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους να τη χρησιμοποιούν ως νυχτερινό καταφύγιο. Φημολογείται ότι ακόμη και ομάδες σατανιστών τη χρησιμοποιούσαν για τις τελετές τους. Μάλιστα πολλά ευρήματα στους τοίχους φανερώνουν τη σύνδεση της βίλας με σατανιστικές οργανώσεις, χωρίς όμως να υπάρχουν άλλα πραγματικά στοιχεία.
Η μονοκατοικία στην Κηφισιά
Εμβληματική οικία σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου θεωρείται και η μονοκατοικία της οδού Γούναρη 16 στην Κηφισιά. Συνήθως τη χρησιμοποιούσαν οι σκηνοθέτες για να αποτυπώσουν εύγλωττα την κοινωνική απόσταση των μεγαλοαστικών οικογενειών από τα φτωχότερα στρώματα.
Η μονοκατοικία ταυτίστηκε με σπουδαίες εμπορικές επιτυχίες του ζευγαριού Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ. Πολλές από τις ταινίες τους ήταν σε σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου και σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ. Μεταξύ αυτών, «Η Αλίκη στο Ναυτικό» και τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» γυρίστηκαν στο ίδιο σπίτι. Επίσης, υπήρξε η κατοικία της Λίζας Παπασταύρου, την οποία υποδυόταν η εθνική μας σταρ στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» του 1959, κι αυτή του Σακελλάριου.
Σήμερα ο χρόνος μοιάζει σαν να μην έχει περάσει από πάνω της. Εξωτερικά τουλάχιστον δεν διαφέρει καθόλου, π.χ., ο κήπος από εκείνον όπου έπαιρνε το πλούσιο πρωινό μαζί με τη μητέρα της η κακομαθημένη μαθήτρια ή η είσοδος όπου ο ναύτης οδηγός του αξιωματικού πατέρα της (Λάμπρος Κωνσταντάρας) περίμενε για να μεταφέρει τις βαλίτσες του για το επόμενο εκπαιδευτικό ταξίδι με το πλοίο του.
Ο «Παπατρέχας» στο Παγκράτι
Σε άλλη ταινία που αγαπήθηκε και σήμερα εξακολουθεί να προβάλλεται συχνά, τον «Παπατρέχα», παραγωγής 1966, σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού, ο Θανάσης Βέγγος διαπρέπει ως θυρωρός μιας πολυκατοικίας. Πασχίζει να τα βγάλει πέρα εξυπηρετώντας τους ενοίκους, ώστε να καταφέρει να παντρέψει τις έξι αδερφές του, πριν και ο ίδιος ανέβει τα σκαλιά της εκκλησίας με την καλή του.
Η ταινία γυρίστηκε σε πολυκατοικία επί των οδών Υμηττού 151-153 και Αρρύβου στο Παγκράτι. Στη μνήμη όλων έχει μείνει η σκηνή όπου ο Βέγγος περνάει την τζαμαρία της εισόδου σαν να μην υπάρχει, κάνοντάς τη θρύψαλα, φυσικά, αλλά χωρίς να πάθει τίποτα.
Η συγκεκριμένη σκηνή γυρίστηκε χωρίς ντουμπλάρισμα από άλλον ηθοποιό, με τον Βέγγο να ρισκάρει έναν επικίνδυνο τραυματισμό. Ακόμη, και εκείνη όπου φορτώνεται στην πλάτη του την ευτραφή ένοικο κυρία Καλλιακούδα (Ρένα Πασχαλίδου), έχοντας προηγουμένως βάλει την ταμπέλα «χαλασμένο» στο ασανσέρ, για να κερδίσει ένα εικοσάρικο.
Βλέποντας κανείς τη σημερινή όψη της διαπιστώνει ότι η πολυκατοικία μοιάζει σχεδόν ίδια. Βεβαίως όμως όλη η περιοχή έχει αλλάξει από την τεράστια ανοικοδόμηση που σημειώθηκε τα επόμενα χρόνια.
Αναλλοίωτα και ερείπια
Η μονοκατοικία όπου γυρίστηκε το 1969 η εμπορική επιτυχία «Η Παριζιάνα», με τη Ρένα Βλαχοπούλου στον ρόλο της Πελαγίας, που γίνεται Πελαζί, μοιάζει σαν να μην την έχει αγγίξει η φθορά του χρόνου. Βρίσκεται επί της οδού Κρήτης 28 στην περιοχή της Νέας Χαλκηδόνας. Με τα λίγα σκαλιά της εισόδου και τη σιδερένια μάντρα παραμένει ίδια, όπως τότε που στο εσωτερικό της ακουγόταν η ιστορική ατάκα «Σούζη, τρως! Και ψεύδεσαι, και τρως!». Και στην ταράτσα ο Βαγγέλης Σειληνός χόρευε. Η χρήση του οικήματος μόνο έχει αλλάξει, καθώς χρησιμοποιείται πλέον ως φροντιστήριο ξένων γλωσσών.
Ενα εμβληματικό σπίτι του ελληνικού κινηματογράφου είναι αυτό που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες των ταινιών «Ο Φανούρης και το σόι του» (1957) με τον Μίμη Φωτόπουλο και «Θα σε κάνω βασίλισσα» με τους Θανάση Βέγγο, Νίκη Λινάρδου και Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Στην τελευταία, ο πολυμήχανος πλην απίστευτος τσιγκούνης Αντώνης Τσιλιβίκης επιδίδεται σε κερδοφόρες αγοραπωλησίες καθηλώνοντας τη γυναίκα του σε ένα σπίτι-ερείπιο, αν και ιδιοκτήτης πλειάδας διαμερισμάτων τα οποία νοικιάζει, μέχρι και εξαπατώντας τον θείο της που ζει στην Αμερική για να εισπράττει μηνιαίο βοήθημα, με τη δικαιολογία ότι… έμεινε χήρα. Και όταν έρχεται ξαφνικά ο θείος στην Ελλάδα, ο Αντώνης Τσιλιβίκης μεταμφιέζεται στον περίφημο κύριο Μπεϊζάνη.
Το εν λόγω σπίτι βρίσκεται πίσω από την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο κέντρο του Αμαρουσίου, σε ένα περίεργο σύμπλεγμα οικοπέδων που περικλείονται στο τετράγωνο των οδών Μητροπόλεως, Κοιμήσεως Θεοτόκου, Σαλαμίνος και Ιερέως Δούση. Σήμερα είναι εγκαταλειμμένο και πλήρως ερειπωμένο.
Αντίθετα, σχεδόν αναλλοίωτη εξωτερικά δείχνει η όμορφη μονοκατοικία επί της οδού Αναστάσεως 145 στου Παπάγου, όπου γυρίστηκε η ταινία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» του Γιάννη Δαλιανίδη. Αναλλοίωτα παραμένουν τα χαρακτηριστικά κόκκινα πορτοπαράθυρα και το μικρό μπαλκόνι όπου κάθονταν ο Ντίνος Ηλιόπουλος και οι αδερφές του Ρένα Βλαχοπούλου, Ζωή Λάσκαρη και Χλόη Λιάσκου.
Η Πειραϊκή-Πατραϊκή
Ενα άλλο κτίριο, εκτός Αθηνών, στο Μεγάλο Πεύκο, το παλιό εργοστάσιο της Πειραϊκής-Πατραϊκής, χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της ταινίας του Αλέκου Σακελλάριου «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» του 1966. Το εργοστάσιο της Πειραϊκής-Πατραϊκής, που κάποτε ήταν η μεγαλύτερη ελληνική κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία και λειτούργησε έως το 1996, κατασκευάστηκε το 1950.
Για τις ανάγκες της ταινίας μεταμορφώθηκε στο εργοστάσιο Υφασματέξ του Αντώνη Δέλβη (Λάμπρος Κωνσταντάρας). Ποιος δεν θυμάται όσες σκηνές γυρίστηκαν στην αυλή του εργοστασίου, από χορογραφίες μέχρι πετροπόλεμο. Σήμερα πια έχουν απομείνει μόνο ερείπια.
Το Μέγαρο Μποδοσάκη
Σε πολλές ελληνικές ταινίες υπήρχαν σκηνές σε γραφεία επιχειρηματιών, είτε και υπουργών ή άλλων κυβερνητικών παραγόντων. Ενα κτίριο στην καρδιά της Αθήνας έχει άμεσα συνδεθεί με πολλές ταινίες. Πρόκειται για το Μέγαρο Μποδοσάκη στη γωνία της λεωφόρου Αμαλίας 20 και Σουρή 5, όπου στεγάζονταν τα γραφεία του ομίλου του αείμνηστου επιχειρηματία. Μάλιστα, από την 1η Ιανουαρίου του 2024 έχει μισθωθεί από τη Βουλή για τις ανάγκες της.
Το συμμετρικό γωνιακό εξαώροφο μέγαρο ανεγέρθηκε μεταξύ των ετών 1949-1958 βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ανδρέα Πλουμιστού. Η καθηγήτρια Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ το χαρακτηρίζει «κλασικομοντέρνας τεχνοτροπίας» ή δείγμα του «πώς ένα καινούριο κτίσμα μπορεί να είναι ουσιαστικά παλιό ή ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας».
Σε αυτό για τις ανάγκες της ταινίας «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» του Γιάννη Δαλιανίδη στήθηκαν τα γραφεία μιας χαλυβουργίας με επικεφαλής τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και με υπάλληλο τον Ντίνο Ηλιόπουλο που τελικά παντρεύεται την κόρη του, Τζένη Καρέζη. Το ίδιο κτίριο φιλοξενεί πάλι την έδρα μιας χαλυβουργίας στην ταινία «Εξω οι κλέφτες!» του Κώστα Ανδρίτσου, όπου εν μια νυκτί ο διευθύνων σύμβουλος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος υποβιβάζεται από τον νέο ιδιοκτήτη Ορέστη Μακρή σε θυρωρό και μάλιστα με στολή.
Ακόμη, για την ταινία «Δεσποινίς διευθυντής» του Ντίνου Δημόπουλου μετατρέπεται στα γραφεία της κατασκευαστικής εταιρείας όπου η νέα διευθύντρια-μηχανικός Τζένη Καρέζη γνωρίζεται και ερωτεύεται τον υπομηχανικό Αλέκο Αλεξανδράκη.
Στην ίδια ταινία χρησιμοποιήθηκε και μια μονοκατοικία στη Φιλοθέη, στην οδό Κόδρου, που τη συναντούμε και ως κατοικία της οικογένειας του εργοστασιάρχη Απόστολου Λαμπιρίκου (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) στην ταινία «Για ποιον χτυπάει η κουδούνα» του Ορέστη Λάσκου. Η συγκεκριμένη διατηρείται σε άριστη κατάσταση έως σήμερα.
Το κτίριο της Φίνος Φιλμ
Το κτίριο που στέγαζε τα γραφεία της Φίνος Φιλμ, στην οδό Χίου 53, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Παύλου, έχει χρησιμοποιηθεί πλειστάκις σε σκηνές ταινιών. Το 1954 ο Φιλοποίμην Φίνος μετέφερε εκεί τα γραφεία της εταιρείας του φεύγοντας από το παλιό τριώροφο κτίριο της Στουρνάρη 27. Στην οδό Χίου δημιουργήθηκαν τα τελειότερα κινηματογραφικά εργαστήρια που διέθετε μέχρι τότε η Ελλάδα. Υπήρχαν αίθουσα προβολής, στούντιο επεξεργασίας ήχου, αίθουσα τεχνικής επεξεργασίας των ταινιών και στούντιο μοντάζ.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι είχε χαρακτηριστεί τότε «το Χόλιγουντ της Αθήνας». Για λόγους εξοικονόμησης πόρων, το κτίριο αξιοποιήθηκε και ως σκηνικό σε διάφορες ταινίες – τόσο εκτός, με τη χαρακτηριστική καγκελόπορτα, όσο και εντός. Οι πιο παρατηρητικοί αντιλαμβάνονται ότι το έμβλημα της Φίνος Φιλμ στην καγκελόπορτα αντικαταστάθηκε δύο φορές από ονόματα κλινικών για τις ανάγκες ισάριθμων ταινιών.
Πρώτα, το 1963 στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο φίλος μου, ο Λευτεράκης». Στη Νευρολογική Κλινική «Β. Καρατζαμούλη» μεταφέρεται ο πρωταγωνιστής Ντίνος Ηλιόπουλος, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του (Μάρω Κοντού) και τον Λευτεράκη (Κώστας Βουτσάς), για να τον δει ο γιατρός-καθηγητής (Χρήστος Τσαγανέας) και να τον βοηθήσει να συνέλθει από το παραλήρημα.
Εναν χρόνο αργότερα, το ίδιο κτίριο στη «Χαρτοπαίχτρα» του Γιάννη Δαλιανίδη, με πρωταγωνιστές τη Ρένα Βλαχοπούλου και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα μεταμορφώνεται στην Κλινική «Αγιος Παντελεήμων», στην οποία νοσηλεύεται η κόρη της οικογένειας (Χλόη Λιάσκου).
Στην ταινία «Ξυπόλητος πρίγκηψ» (1966) του Δαλιανίδη το κτίριο μετατρέπεται σε αστυνομικό τμήμα στο οποίο καταλήγει ο Βουτσάς με το πειρατικό ταξί του. Στη «Λεωφόρο του μίσους» του 1968 του Νίκου Φώσκολου η καγκελόπορτα και η αυλή χρησιμοποιούνται ως είσοδος του εργαστηρίου της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας όπου πηγαίνει νύχτα ο Κώστας Καζάκος.
Χαλασμός γίνεται στην ταινία «Ορατότης μηδέν» (1970) του Νίκου Φώσκολου. Το κτίριο μετατρέπεται στα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας του εφοπλιστή Χορστ Ρίχτερ (Μάνος Κατράκης). Εξαγριωμένοι συγγενείς των ναυαγών του πλοίου «Χριστίνα» το πολιορκούν και τελικά εισβάλλουν στον προαύλιο χώρο παραβιάζοντας την καγκελόπορτα. Εμβληματική μορφή ο μοναδικός διασωθείς ναυαγός Αγγελος Κρεούζης (Νίκος Κούρκουλος). Για πρώτη φορά υπάρχουν σκηνές γυρισμένες στο εσωτερικό του.
protothema.gr