Δολοφονία Σολωμού: Πώς χάθηκε μια ζωή «με ένα νεύμα»

Η κυνική ομολογία του τότε διοικητή των ειδικών δυνάμεων του τουρκικού στρατού στα κατεχόμενα Χασάν Κουντακτσί - Τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο των Σολωμού και Ισαάκ - Ασυλία για τους δολοφόνους παρά τα διεθνή εντάλματα της Interpol

Τα 25 χρόνια που πέρασαν από τον Αύγουστο του 1996, δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την κυνικότητα με την οποία ένας άνθρωπος διατάσσει μια εν ψυχρώ δολοφονία και στην συνέχεια κομπάζει για αυτήν, θεωρώντας πως έκανε το «καθήκον» του. Ο τότε διοικητής των ειδικών δυνάμεων των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής στην Κύπρο, Χασάν Κουντακσί, αποφάσισε να ξύσει την πληγή που μένει ανοικτή για ένα τέταρτο του αιώνα, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την εντολή δολοφονίας του Σολωμού Σολωμού, στο οδόφραγμα της Δερύνειας, έξω από την Αμμόχωστο, στις 14 Αυγούστου του 1996.

Σε συνέντευξη του στην τουρκική εφημερίδα «Σοτζού», σχολίασε τις αναφορές του αρχιμαφιόζου Σεντάτ Πέκερ, σε ότι αφορά την δολοφονία του Τούρκου δημοσιογράφου Κουτλού Ανταλί. Υποστήριξε πως εκείνη την περίοδο είχε συναντηθεί με τον φερόμενο ως δολοφόνο του δημοσιογράφου, αλλά ο ίδιος είχε επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της «εξωτερικής απειλής», η οποία προερχόταν από την πορεία των μοτοσικλετιστών που είχε ξεκινήσει από το Βερολίνο, με στόχο να καταλήξει στην κατεχόμενη Κερύνεια, διαπερνώντας την πράσινη γραμμή.

«Εμείς» είπε ο Κουντακσί (αναφερόμενος στις ειδικές δυνάμεις του τουρκικού στρατού κατοχής) «επικεντρωθήκαμε σε αυτό, προετοιμαζόμασταν για τα μέτρα που θα λαμβάναμε. Επειδή εκτιμούσαμε ότι αυτά τα άτομα με ισχυρές μηχανές θα μπορούσαν να περάσουν από όλες τις πλευρές, λαμβάναμε αναλόγως τα μέτρα μας. Δήλωναν ότι ήταν άοπλοι και θα περνούσαν την πράσινη γραμμή, φτάνοντας στην Κερύνεια. Μάλιστα ήθελαν να με δουν για να τους επιτρέψω να περάσουν. Τους είπα ότι θα ήμουν ενάντια να περάσουν τα σύνορα. Οι μοτοσικλετιστές είχαν τον αέρα του ‘εμείς δεν αναγνωρίζουμε κανέναν’. Ενώ υπήρχε τέτοια απειλή δεν μας απασχολούσε τίποτε άλλο. Όλοι είχαν το καθήκον τους. Βοηθήσαμε επίσης τη Διοίκηση των Δυνάμεων Ασφαλείας (τουρκοκυπριακές δυνάμεις) όσο χρειάστηκε».

Μια ζωή με ένα νεύμα
Ο Κουντακσί ο οποίο σήμερα είναι απόστρατος, αμετανόητος μέχρι σήμερα περιέγραψε στην εφημερίδα πως αποφάσισε με ένα νεύμα να δώσει την εντολή δολοφονίας του Σολωμού Σολωμού, ο οποίος ανέβηκε στον ιστό της τουρκικής σημαίας με πρόθεση να την κατεβάσει. «Όταν σήκωσα το χέρι μου, ήταν ξεκάθαρο ποιος θα έκανε τι. Ο Ντενκτάς ήρθε επίσης εκείνη την ημέρα. Ο Ντενκτάς μου έλεγε επίσης για τις προηγούμενες εμπειρίες του και του έκανα μερικές ερωτήσεις. Η ημερομηνία ήταν 14 Αυγούστου 1996. Το άτομο που διέσχισε το συρματόπλεγμα και ανέβηκε στον πόλο στον οποίο βρισκόταν η σημαία μας, που απέχει 15 μέτρα από τα σύνορα, ήθελε να κατεβάσει τη σημαία μας. Τον προειδοποιήσαμε τρεις φορές. Το αγνόησε. Έδωσα οριστική εντολή στον διοικητή της περιοχής. Ήταν ξεκάθαρο τι θα έκανε με ποιο σύνθημα. Σήκωσα το χέρι μου και έδωσα σύνθημα ‘χτύπα’. Εάν κατέβει η σημαία εμείς δεν μπορούμε να σταματήσουμε εκεί. Δεν θέλω να είμαι ο διοικητής που έχει αφήσει τη σημαία να κατέβει. Είμαι ένας άνθρωπος που είμαι έτοιμος να πεθάνω για τη σημαία, που σέβεται τη σημαία. Είναι άοπλος, είναι δυνατόν; 8 χιλιάδες μοτοσικλετιστές θα περάσουν τα σύνορα και θα πάνε στην Κερύνεια. Θα κατεβάσουν τη σημαία μας στην Κερύνεια, θα ψάλλουν τον ελληνικό ύμνο στην Κερύνεια και θα φύγουν και εμείς θα παρακολουθούμε!».

 

Άσυλο στους δολοφόνους
Από τις φωτογραφίες και τα βίντεο των γεγονότων της 14ης Αυγούστου 1996 οι κυπριακές αρχές αναγνώρισαν και ταυτοποίησαν του δολοφόνους του Σολωμού Σολωμού, ασκώντας εναντίον τους ποινικές διώξεις, ενώ μετά την έκδοση διεθνών ενταλμάτων σύλληψης, τα ονόματα τους μπήκαν στην λίστα καταζητουμένων της Interpol. Στον ίδιο κατάλογο βρίσκονται και τα ονόματα των δολοφόνων του Τάσου Ισαάκ που είχε ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου κοντά στο σημείο δολοφονίας του Σολωμού τρεις μέρες νωρίτερα κατά την διάρκεια επεισοδίων των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής με τους μοτοσικλετιστές.

Οι άνθρωποι που πυροβόλησαν τον Σολωμού με εντολή του Κουντακσί ήταν πέντε, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο τότε αντιστράτηγος Χασάν Κουντακσί. Η μοιραία σφαίρα στον λαιμό του προήλθε από τον λεγόμενο τότε «υπουργό Γεωργίας» του ψευδοκράτους Κενάν Ακίν. Χρήση των όπλων τους έκαναν επίσης ο Αττίλα Σαβ «αρχηγός αστυνομίας», ο  Διοικητής της 28ης Μεραρχίας, υποστράτηγος Μεχμέτ Καρλί και ο  ανώτερος υπαστυνόμος των ειδικών δυνάμεων  Ερτάλ Εμανέτ. Αν και πέρασαν 25 χρόνια, κανένας δεν έχει συλληφθεί παρά την υποχρέωση της Τουρκίας να εκτελεί τα διεθνή εντάλματα της Interpol. Όλοι οι καταζητούμενοι φροντίζουν να κινούνται μεταξύ Τουρκίας, ψευδοκράτους και Αζερμπαϊτζάν, γνωρίζοντας ότι απολαμβάνουν ασυλίας και δεν πρόκειται να τους ενοχλήσει κανείς. Μάλιστα ο Κενάν Ακίν, ο άνθρωπος που φαίνεται στις φωτογραφίες να πυροβολεί τον Σολωμού, συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι παράγοντας της πολιτικής ζωής εμφανιζόμενος σε δημόσιες εκδηλώσεις.

Το περασμένο Νοέμβριο πόζαρε δίπλα στον Ταγίπ Ερντογάν και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ, κατά την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στα κατεχόμενα. Ο Ακίν σε συνέντευξη του στο Πρώτο Θέμα, όχι μόνο είχε παραδεχθεί ότι πυροβόλησε τον Σολωμού, αλλά είχε πει πως θα το ξαναέκανε.

Από το Βερολίνο ως την Αμμόχωστο

Στις 2 Αυγούστου του 1996 είχε ξεκινήσει από την Πύλη του Βραδεμβούργου στο Βερολίνο Πανευρωπαϊκή Πορεία μοτοσικλετιστών με στόχο να καταλήξει στην κατεχόμενη Κερύνεια για να δώσει το μήνυμα της ανάγκης τερματισμού της τουρκικής κατοχής. Ο συμβολισμός της πτώσης του τείχους του Βερολίνου και της ανάγκης ξηλώματος του συρματοπλέγματος της πράσινης γραμμής στην Κύπρο, φόβισε το καθεστώς Ντενκτάς και την Άγκυρα. Οι κυπριακές μυστικές υπηρεσίες είχαν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι θα χτυπούσαν και τότε Πρόεδρος Γλαύκος Κληρίδης, επιχείρησε να «λογικέψει» τους μοτοσικλετιστές.

Οι μοτοσικλετιστές από διάφορες χώρες ξεκίνησαν από το Βερολίνο πέρασαν από την Πράγα, τη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι, τον Βόλο και κατέληξαν στο λιμάνι του Πειραιά όπου επιβιβάστηκαν σε πλοία με προορισμό τη Κύπρο.

Οι μοτοσικλετιστές έφτασαν στο Λιμάνι της Λεμεσού  στις 10 Αυγούστου 1996, με στόχο την επομένη να επιχειρήσουν να πάνε στη Κερύνεια ρίχνοντας, συμβολικά, το τείχος του Αττίλα. Του υποδέχτηκε ο αδικοχαμένος, τότε ευρωβουλευτής, Γιάννος Κρανιδιώτης και οι μητέρες των αγνοουμένων της εισβολής του 1974.

Στις 11 Αυγούστου 1996, περίπου 8.000 μοτοσικλετιστές συγκεντρώθηκαν στην Λευκωσία, για να επιχειρήσουν το σπάσιμο της πράσινης γραμμής και να ακολουθήσουν ειρηνική συμβολική πορεία μέχρι την Κερύνεια.

Ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μοτοσικλέτας Γ. Χατζηκώστας κλήθηκε εκτάκτως στο προεδρικό μέγαρο από τον Πρόεδρο Κληρίδη, ο οποίος τον έπεισε πως η πορεία θα πρέπει να ματαιωθεί για «ύψιστους λόγους εθνικής ασφάλειας». Ήταν όμως πάρα πολύ αργά. Οι άνθρωποι που βρισκόντουσαν στους δρόμους δεν μπορούσαν να ελεγχθούν και έτσι διασπάστηκαν σε ομάδες χωρίς καμία καθοδήγηση και άρχισαν να επιχειρούν το σπάσιμο της πράσινης γραμμής, βρίσκοντας απέναντι τους πάνοπλους Τούρκους στρατιώτες.

Ο μεγαλύτερος όγκος των μοτοσικλετιστών κατευθύνθηκε στο οδόφραγμα της Δερύνειας, λίγα μόνο μέτρα μακριά από τα κράσπεδα της κατεχόμενης Αμμοχώστου.

Σκότωσαν τον Τάσο

Στην Δερύνεια, ενώ οι διαδηλωτές όδευαν άοπλοι με τα πόδια προς την Αμμόχωστο βρέθηκαν μπροστά σε Τούρκους που είχαν κρυφτεί πίσω από θάμνους. Μεταξύ τους και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς που κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή για να καταγράψει μια προμελετημένη δολοφονία από τους «Γκρίζους Λύκους» που είχαν επιστρατευτεί ως δήθεν αγανακτισμένοι Τουρκοκύπριοι.

Με ρόπαλα και πέτρες άρχισαν να χτυπούν τους Ελληνοκύπριους διαδηλωτές, αφού τους άφησαν να πλησιάσουν στα συρματοπλέγματα που είχαν απλωθεί στο έδαφος. Σε αυτά τα συρματοπλέγματα έμπλεξε ο 24χρονος Τάσος Ισαάκ, και ανήμπορος να σηκωθεί δέχθηκε την επίθεση των «Γκρίζων Λύκων», αφήνοντας την τελευταία του πνοή, από χτυπήματα με πέτρες, ξύλα, και κλοτσιές. Ένα μήνα μετά, η γυναίκα του έφερε στον κόσμο την κόρη τους την Αναστασία.

Με το τσιγάρο στο στόμα

Στις 14 Αυγούστου του 1996, τελέστηκε στο Παραλίμνι η κηδεία του Τάσου Ισαάκ, η οποία έγινε η αφορμή για νέα επεισόδια. Μετά την κηδεία ομάδα μοτοσικλετιστών αποφάσισε να πάει στο σημείο της δολοφονίας στην νεκρή ζώνη για να καταθέσει λίγα λουλούδια. Η προσπάθεια της κυπριακής αστυνομίας και των αδρών του ΟΗΕ να τους εμποδίσουν υπήρξε ανεπιτυχής και έτσι οι διαδηλωτές βρέθηκαν στην νεκρή ζώνη απέναντι από του Τούρκους στρατιώτες. Έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι οποίοι αντί να διαλύσουν το πλήθος το εξαγρίωσαν. Μεταφέρθηκαν οι τραυματίες προς τις ελεύθερες περιοχές και οι υπόλοιποι συνέχισαν να βαδίζουν προς το τουρκικό φυλάκιο. Ακολούθησαν και άλλοι πυροβολισμοί. Ένας μαυροφορεμένος νεαρός, ζητάει τσιγάρο και αρχίζει να τρέχει προς τον ιστό της τουρκικής σημαίας. Η τηλεοπτική κάμερα του Γιάννη Κολιγλιάτη, ο οποίος είχε έρθει από την Ελλάδα για να καλύψει την κηδεία του Ισαάκ, έγινε η «πένα» που έγραψε μια σελίδα της ιστορίας.

«Εγώ πηγαίνω να κατεβάσω το πανί», λέει ο Σολωμού, στον άνθρωπο που άνοιξε το πακέτο δίνοντας του το τελευταίο τσιγάρο.

«Που πας ρε μαλάκα. Γύρνα πίσω. Θα σου ρίξουν….». Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και ο Σολωμού σκαρφαλώνει στον ιστό. Ακούγονται τρεις πυροβολισμοί και ο Σολωμός αγκαλιάζοντας τον ιστό γλιστράει στο έδαφος πνιγμένος στο αίμα. Συνεχίσουν να ακούγονται πυροβολισμοί και το πλήθος πέφτει στο χώμα. Τραυματίστηκαν 11 άτομα μεταξύ των οποίων και στρατιώτες της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ.

Η γραμμή του αίματος

Ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού δεν ήταν τα μοναδικά θύματα της 47χρονης τουρκικής κατοχής της Κύπρου.

Στις 13 Οκτωβρίου 1996 δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από Τούρκο στρατιώτη ο Πέτρος Κακκουλής, ο οποίος μάζευε σαλιγκάρια στη νεκρή ζώνη στη περιοχή Άχνας, Οι Τούρκοι ισχυρίστηκαν ότι προσπάθησε να διεισδύσει στα κατεχόμενα…. κρατώντας μια σακούλα με σαλιγκάρια.

Των τριών δολοφονιών του 1996 είχαν προηγηθεί επτά δολοφονίες ελληνοκυπρίων στρατιωτών που υπηρετούσαν σε φυλάκια στη πράσινη γραμμή.

Στις 9 Απριλίου 1976 δολοφονήθηκε στο φυλάκιο του Αγίου Κασιανού ο 18χρονος στρατιώτης Μιχάλης Σοφοκλέους, ο οποίος μπήκε στη νεκρή ζώνη για να δώσει τσιγάρο στον Τούρκο σκοπό που ήταν απέναντι του.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1982 πυροβολήθηκε εν ψυχρώ χωρίς αιτία ο στρατιώτης Χρήστος Γεωργίου ενώ βρισκόταν στη σκοπιά του στην περιοχή Καϊμακλίου.

Αναίτια δολοφονήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1983 και ο στρατιώτης Τρύφωνας Τρύφωνος στη σκοπιά του στην περιοχή Αγίου Κασσιανού.
Στις 28 Μαΐου 1988 ένας τούρκος οχίας μπήκε σε σπίτι ελληνοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές στο χωριό Αθηαίνου. Ο στρατιώτης Χαράλαμπος Χαραλάμπους πήγε να βοηθήσει την ελληνοκυπριακή οικογένεια και πυροβολήθηκε.

Στις 31 Ιουλίου 1988 ο λοχίας Ευαγόρας Ευαγόρου δολοφονήθηκε από Τούρκο στρατιώτη στο φυλάκιο του Αγίου Κασιανού, όταν μπήκε στη νεκρή ζώνη για να δώσει σε Τούρκο σκοπό ένα μικρό ραδιόφωνο.

Στις 8 Απριλίου 1993 δολοφονήθηκε ο στρατιώτης Θανάσης Κλεοβούλου την ώρα που έδινε σε Τούρκο σκοπό στην περιοχή Καϊμακλίου ένα μπουκάλι κονιάκ.

Τον Ιούνιο του 1996 στην περιοχή Αγίου Ανδρέα στη Λευκωσία πυροβολήθηκε από Τούρκο σκοπό ο στρατιώτης Στέλιος Παναγής.

Το 2003 άνοιξαν τα οδοφράγματα μεταξύ ελεύθερων και κατεχόμενων περιοχών.

Πηγή: protothema.gr